Ἀγριάν — Ἀγριά̱ν , Ἀγριάν masc nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγριᾶν — ἄγριος living in the fields masc/fem gen pl (doric) ἀγρία fem gen pl (doric aeolic) ἀγριάω to be savage pres part act masc voc sg (doric aeolic) ἀγριάω to be savage pres part act neut nom/voc/acc sg (doric aeolic) ἀγριάω to be savage pres part… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἀγριᾶνας — Ἀγριάν masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἀγριᾶνες — Ἀγριάν masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἀγριᾶσι — Ἀγριάν masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἀγριᾶσιν — Ἀγριάν masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
хрен — род. п. а, также старый хрен, презрительно, о старике; укр. хрiн, сербск. цслав. хрѣнъ, болг. хрян(ът), сербохорв. хре̏н, род. п. хрѐна, словен. hrèn, род. п. hrena, др. чеш. chřěn, чеш. křen, слвц. chren, польск. chrzan, в. луж. khrěn, н.… … Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера
ROBUR — I. ROBUR Ammian munimentum in suburbio Basileae: Rotthauss, Simlero. Sic autem castrum vocatum est a Valentiniano Aug. contra Alamannos, aedificatum. Quod in loco fuisse Urbis Basileae, ubi nunc summum Templum, contendit Chr. Urstisius in Epit.… … Hofmann J. Lexicon universale
Σινά — Χερσόνησος της Αιγύπτου, που βρίσκεται μεταξύ των κόλπων του Σουέζ και της Άκαμπα. Έχει έκταση 65 000 τ. χλμ. και στο μεγαλύτερο μέρος της είναι άνυδρη και άγονη. Ολόκληρο το νότιο τμήμα της αποτελείται από ένα κρυσταλλοπαγή ορεινό όγκο, που… … Dictionary of Greek
ενδομυχώ — ἐνδομυχῶ, έω (AM) υπάρχω κρυφά χωρίς να φαίνομαι («φλόξ ἐνδομυχοῡσα») μσν. διατηρώ κάτι κρυμμένο («λύσσαν ἀγρίαν ἐνδομυχοῡντες», Ευστ.) αρχ. μένω στο βάθος τού σπιτιού, κρυμμένος μέσα στο σπίτι («ὁ Κλέων, ὅν φησι ἐνδομυχοῡντα, τὰ τῆς πόλεως… … Dictionary of Greek